παραμαζεύω

παραμαζεύω
και παραμαζώνω
1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω
2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας»)
3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω
4. εμποδίζω κάτι να απλωθεί βάζοντας του όρια, περιορίζω
5. επιπλήττω, μαλώνω («τόν παράμασα και ησύχασε»)
6. (μέσ. και παθ.) παραμαζευομαι
α) (για πράγματα) τοποθετούμαι σε στενό χώρο μαζί με άλλα πράγματα, συγκεντρώνομαι («όλα τα βιβλία μου παραμαζεύτηκαν σε ένα μικρό ράφι»)
β) (για πρόσ.) συστέλλομαι υπερβολικά, συμμαζεύομαι («όταν κρυώνει παραμαζεύεται κοντά στο τζάκι»)
γ) μτφ. περιστέλλω τα έξοδά μου, ζω βίο λιτό, καταργώ κάθε σπατάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραμαζεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, και παραμαζώνω ωξα, ώχτηκα, ωμένος 1. συγκεντρώνω, συναθροίζω υπερβολικά: Παραμάζεψα σήμερα ραδίκια. 2. περιορίζω τις διαστάσεις, μικραίνω, κονταίνω: Τον παραμάζεψες τον ποδόγυρο κι έγινε κοντό το φουστάνι. 3. μπάζω κρυφά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”